- αμπέχω
- ἀμπέχω και ἀμφέχω και ἀμπίσχω (Α)Ι. ενεργ.1. περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω2. προστατεύω«σμικρότητι ἤμπισχεν» (Πλάτ. Πρωτ.)3. αγκαλιάζω4. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, ντύνωμεσ.1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ2. (το αρσενικό τής μετοχής ενεστώτος στον πληθυντικό) οι ἀμπεχόμενοιαυτοί που φορούν τούς επενδύτες τους (αντίθ. γυμνοί)(φρ) «περιττὼς ἀμπέχομαι» — είμαι μεγαλόπρεπα ντυμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος ἀμπέχω < ἀμφέχω* (ἀμφί-* + ἔχω) με ανομοίωση τού φ σε π λόγω τού ακολουθούντος δασέος χ. Ο τύπος ἀμπίσχω < ἀμφί-* + ἴσχω (παράλληλος τύπος τού ἔχω) πάλι με ανομοίωση τού φ.ΠΑΡ. αρχ. ἀμπεχόνη].
Dictionary of Greek. 2013.